- Βαγιαδολίδ
- (Valladolid). Πόλη (319.129 κάτ. το 2000) της βόρειας Ισπανίας, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Καστίλης και Λεόν. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του Πισουέργκα, στη συμβολή του με τον Εσγκέβα, στο σημείο όπου συναντιούνται οι αυτοκινητόδρομοι και οι σιδηροδρομικές γραμμές που ξεκινούν από τη Μαδρίτη, τη Λισαβόνα, τη Λα Κορούνια, τη Σανταντέρ, τη Βαρκελώνη και το Μπορντό. Η Β. είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (8.110 τ. χλμ., 497.961 κάτ. τo 2001) που εκτείνεται στο κέντρο του λεκανοπεδίου της Βόρειας Μεσέτα και διασχίζεται από τον ποταμέ Ντουέρο, στον οποίο εκβάλλουν οι Πισουέργκα, Σέγκα και Αντάχα. Είναι σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, έδρα αρχιεπισκοπής και πανεπιστημίου (από το έτος 1346).
Ιδρύθηκε πιθανώς κατά τη διάρκεια της αραβικής κυριαρχίας στη χώρα, οπότε έφερε την ονομασία Μπελάντ Βαλέντ και από τον 13o αι. ήταν ο τόπος διαμονής που προτιμούσαν οι βασιλιάδες της Καστίλης, όπου συνεδρίασαν πολλές φορές τα Κορτές. Στη Β. έγιναν οι γάμοι του Φερδινάνδου του Καθολικού, βασιλιά της Αραγονίας, με την Ισαβέλλα της Καστίλης. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Μαδρίτη, με απόφαση του Φιλίππου Β’, η πόλη έχασε σε μεγάλο ποσοστό την ευημερία της, κατόρθωσε όμως να βρει νέες μορφές ζωής και οικονομίας, που της επέτρεψαν να εξελιχθεί προοδευτικά σε ένα από τα πιο δραστήρια κέντρα της παλαιάς Καστίλης.
Από το παρελθόν της διατηρεί πολυάριθμα μνημεία, ανάμεσα στα οποία είναι η μητρόπολη (η ανέγερσή της άρχισε το 1580), το Βασιλικό Ανάκτορο, το Κολέγιο Μαγιόρ ντε Σάντα Κρουθ (15ος αι., ρυθμού πλατερέσκο), το Κολέγιο ντε Σαν Γκρεγκόριο (15ος αι., γοτθικού ρυθμού) και πολλές εκκλησίες, όπως η Σάντα Μαρία λα Αντίγκουα (14ος αι.), Σαν Πάμπλο (15ος αι.) κ.ά.
Η πόλη στηρίζει τώρα την οικονομία της στον τουρισμό, στην εμπορική δραστηριότητα (δημητριακά και άλευρα) και στη βιομηχανία (τροφίμων, μηχανικού εξοπλισμού, χημική, υφαντουργική, κατεργασίας δερμάτων).
Το παλαιό Βασιλικό Ανάκτορο στην ισπανική πόλη Βαγιαδολίδ, στο οποίο ο Φίλιππος Γ’ εγκατέστησε την αυλή του από το 1601 έως το 1621.
Dictionary of Greek. 2013.